Η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια (ΧΝΑ) είναι μια ασθένεια με κύριο χαρακτηριστικό την βαθμιαία και προοδευτική απώλεια της λειτουργιάς των νεφρών να ρυθμίζουν τη ποσότητα και τη ποιότητα των υγρών του σώματος, τη παράγωγη ουσιών με ορμονική δράση, καθώς και να διατηρούν την οξεωβασική ισορροπία του οργανισμού. Τα πιο συχνά αιτία που οδηγούν σε ΧΝΑ είναι η σπειραματονεφρίτιδα, η διαβητική νεφροπάθεια, η πυελονεφρίτιδα, η διάμεσος νεφρίτιδα, διάφορα συστηματικά νοσήματα όπως του κολλαγόνου, η πολυκυστική και νεφραγγειακή νόσος, η αποφρακτική νεφροπάθεια και η νεφροπάθεια από λήψη φάρμακων. Η έκπτωση της ικανότητας για πειραματική διήθηση των νευρώνων οδηγεί προοδευτικά στην εμφάνιση διαταραχών σχεδόν σε όλα τα όργανα και στην εκδήλωση ποικίλων συμπτωμάτων. Οι ασθενείς με ΧΝΑ διατηρούνται στη ζωή με τις μεθόδους υποκατάστασης της νεφρικής λειτoυργίας όπως της αιμοκάθαρσης και της συνεχούς φορητής περιτοναϊκής κάθαρσης ή με μεταμόσχευση νεφρού (Ιατρική της άθλησης)
Εκτός της παθοφυσιολογικές της νόσου καθώς και των προβλημάτων που επιφέρει η διαδικασία της αιμοκάθαρσης σε σωματικό και ψυχολογικό επίπεδο, ένα από τα πλέον σημαντικά προβλήματα αποτελεί το γεγονός ότι οι ασθενείς με ΧΝΑ εμφανίζουν ιδιαίτερα μειωμένη φυσική επάρκεια, που τους περιορίζει δραστικά την ικανότητα τους για σωματική εργασία. Ειδικότερα οι τιμές της VO2max κυμαίνεται από 15-25ml/kg/min (60%-70% της προβλεπόμενης) και η μέγιστη λειτουργική τους επάρκεια είναι μικρότερη των 3,5 METS. Τα χαμηλά αυτά επίπεδα φυσικής κατάστασης παραμένουν και μετά από αιμοκάθαρση ενώ έχει διαπιστωθεί ότι μονό το 60% των μη διαβητικών και το 23% των διαβητικών μετά από αιμοκάθαρση είναι ικανό να αναπτύξει καθημερινή δραστηριότητα περάν της μετακίνησης του σώματος του (Painter, 1993).
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι λιγότερο από το 50% των ασθενών που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση είναι ικανοί για καθημερινή ενασχόληση με φυσικές δραστηριότητες μέτριας η μεγαλύτερης επιβάρυνσης, ενώ οι υπόλοιποι έχουν περιορισμένη φυσική δραστηριότητα ακόμα και για μικρής έντασης σωματικό έργο όπως βάδισμα η ανέβασμα σκαλοπατιών.
Η ελαττωμένη φυσική δραστηριότητα που μόλις περιγράψαμε επιδεινώνει σημαντικά τις επιπλοκές που εμφανίζονται στα διαφορά συστήματα του οργανισμού ως αποτέλεσμα της ΧΝΑ και της αιμοκάθαρσης. Συγκεκριμένα επιταχύνεται η εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης των αγγείων και την εκδήλωση της στεφανιαίας νόσου, μειώνει την αερόβια ικανότητα, επιδεινώνει την μυϊκή ατροφία, την οστεοπόρωση και τις εκφυλιστικές βλάβες των αρθρώσεων (Ιατρική της άθλησης).
Μια από τις σημαντικότερες αιτίες που μειώνουν την φυσική επάρκεια των ασθενών είναι η αναιμία. Σε έρευνες των Lundin και των συνεργατών του (1991) και Robertson και συνεργατών (1990), διαπιστώθηκε ότι η χρησιμοποίηση ανθρώπινης ανασυνδιασμένης ερυθροποιητίνης συνδέθηκε με βελτίωση 20% της λειτουργικής ικανότητας για παράγωγη έργου. Επίσης άλλοι παράγοντες που περιορίζουν την ικανότητα για άσκηση σε ότι αφορά το καρδιαγγειακό είναι η δυσλειτουργία της αριστερής κοιλιάς, η μειωμένη συσταλτικότητα του μυοκαρδίου να στείλει αίμα στη περιφέρεια, ο μειωμένος όγκος παλμού, η μειωμένη λειτουργία του αυτονόμου νευρικού συστήματος που δεν επιτρέπει τη καρδιακή συχνότητα να φτάσει σε επιθυμητά σε σχέση με την ένταση της άσκησης επίπεδα και γενικότερα η μειωμένη καρδιακή παροχή προς τους εργαζόμενους ιστούς (Clyne et al., 1987).
Σε επίπεδο αναπνευστικού συστήματος υπάρχουν διαταραχές στο πνευμονικό αερισμό κατά τη διάρκεια της άσκησης και τη διάχυση των αέριων από τους πνεύμονες στο αίμα (Painter, 2005).
Tέλος σε επίπεδο σκελετικών μυών παρατηρούνται προβλήματα στο μεταβολισμό και στη λειτουργική απόδοση εξαιτίας της ουραιμικής νευροπάθειας και μυοπάθειας που εμφανίζουν οι ασθενείς (Sahgal at al., 1978; Bautista et al., 1983). Ακόμα παρατηρείται μείωση της μυϊκής μάζας κατά 50% λόγω μυϊκής ατροφίας καθώς και μείωση των περιφερικών αγγείων και των αερόβιων ένζυμων. Όλα αυτά συνεισφέρουν στην μείωση της μυϊκής δύναμης και αντοχής κατά 25% (Sakkas et al., 2004; Johansen et al., 2005).